-
1 φθιν-οπωρινός
φθιν-οπωρινός, aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φϑινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.
1 φθιν-οπωρινός
φθιν-οπωρινός, aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φϑινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.